ταχυβραστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχυβραστήρας < ταχύς + βραστήρας < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Schnellkocher
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταχυβραστήρας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταχυβραστήρας