↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταχινόπιτα οι ταχινόπιτες
      γενική της ταχινόπιτας των ταχινοπιτών
    αιτιατική την ταχινόπιτα τις ταχινόπιτες
     κλητική ταχινόπιτα ταχινόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταχινόπιτα < ταχίν(ι) + -ό- + -πιτα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ta.çiˈno.pi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐χι‐νό‐πι‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταχινόπιτα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ταχινόπιταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)