ταραμάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταραμάς | οι | ταραμάδες |
γενική | του | ταραμά | των | ταραμάδων |
αιτιατική | τον | ταραμά | τους | ταραμάδες |
κλητική | ταραμά | ταραμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταραμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική tarama + -ς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταραμάς αρσενικό
- (γαστρονομία) αβγά ψαριού συνήθως κυπρίνου
- (συνεκδοχικά) ταραμοσαλάτα