ταοϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ταοϊσμός | οι | ταοϊσμοί |
γενική | του | ταοϊσμού | των | ταοϊσμών |
αιτιατική | τον | ταοϊσμό | τους | ταοϊσμούς |
κλητική | ταοϊσμέ | ταοϊσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταοϊσμός αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ταοϊσμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ταοϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας