↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταοϊσμός οι ταοϊσμοί
      γενική του ταοϊσμού των ταοϊσμών
    αιτιατική τον ταοϊσμό τους ταοϊσμούς
     κλητική ταοϊσμέ ταοϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταοϊσμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική taoïsme < tao (κινεζική ς προέλευσης) < -isme (-ισμός) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταοϊσμός αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία