Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταμειολογιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταμειολογιστικ
ός
η
ταμειολογιστικ
ή
το
ταμειολογιστικ
ό
γενική
του
ταμειολογιστικ
ού
της
ταμειολογιστικ
ής
του
ταμειολογιστικ
ού
αιτιατική
τον
ταμειολογιστικ
ό
την
ταμειολογιστικ
ή
το
ταμειολογιστικ
ό
κλητική
ταμειολογιστικ
έ
ταμειολογιστικ
ή
ταμειολογιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταμειολογιστικ
οί
οι
ταμειολογιστικ
ές
τα
ταμειολογιστικ
ά
γενική
των
ταμειολογιστικ
ών
των
ταμειολογιστικ
ών
των
ταμειολογιστικ
ών
αιτιατική
τους
ταμειολογιστικ
ούς
τις
ταμειολογιστικ
ές
τα
ταμειολογιστικ
ά
κλητική
ταμειολογιστικ
οί
ταμειολογιστικ
ές
ταμειολογιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταμειολογιστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ταμειολογιστικός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταμειολογιστικός