Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταινιοθήκη οι ταινιοθήκες
      γενική της ταινιοθήκης των ταινιοθηκών
    αιτιατική την ταινιοθήκη τις ταινιοθήκες
     κλητική ταινιοθήκη ταινιοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταινιοθήκη < ταινία + θήκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταινιοθήκη θηλυκό

  • χώρος φύλαξης συλλογής κινηματογραφικών ταινιών, βιντεοεγγραφών, DVD, αλλά και γενικά οπτικοακουστικού υλικού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία