ταγιεράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ταγιεράκι | τα | ταγιεράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ταγιεράκι | τα | ταγιεράκια |
κλητική | ταγιεράκι | ταγιεράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταγιεράκι < ταγιέρ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταγιεράκι ουδέτερο
- άλλη μορφή του ταγεράκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταγιεράκι
|