τήγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τήγμα | τα | τήγματα |
γενική | του | τήγματος | των | τηγμάτων |
αιτιατική | το | τήγμα | τα | τήγματα |
κλητική | τήγμα | τήγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τήγμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τῆξις < τήκω < τήκομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂- (λιώνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈtiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τήγ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατήγμα ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- τήγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας