Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τήκω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τήκω
<
αρχαία ελληνική
τήκω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
teh₂w
-
Ρήμα
επεξεργασία
τήκω
(
παθητική φωνή
:
τήκομαι
)
λιώνω
ρευστοποιώ
χωνεύω
ή
εκκαμινεύω
(επί μετάλλων
Συγγενικά
επεξεργασία
εύτηκτος
τηκτός
τήξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τήκω
αγγλικά
:
melt
(en)
,
liquate
(en)
,
languish
(en)