Ετυμολογία

επεξεργασία
languish < παλαιά γαλλική languir

languish (en)

  1. (αμετάβατο) εξασθενίζω
  2. (αμετάβατο) λιώνω, ρέβω, ζω σε άθλιες συνθήκες
    He languished in prison for years - έλιωνε στη φυλακή για χρόνια
  3. (αμετάβατο) παραμελούμαι
    The case languished for years before coming to trial
  4. (αμετάβατο) λιώνω, μαραζώνω χωρίς κάποιον
    • He languished without his girlfriend - μαράζωσε χωρίς το κορίτσι του
  5. (αμετάβατο) δείχνω αδύναμος και μαραζωμένος για να προκαλέσω τη συμπάθεια των άλλων

Συγγενικά

επεξεργασία