σῶρυ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σῶρῠ | τὰ | σώρη - σώρεᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σώρεως | τῶν | σώρεων | ||||
δοτική | τῷ | σώρει | τοῖς | σώρεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | σῶρῠ | τὰ | σώρη - σώρεᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σῶρῠ | σώρη - σώρεᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σώρει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σωρέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄστυ' όπως «σῶρυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σῶρυ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασῶρυ ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) είδος ορυκτού (θειικός σίδηρος(;))
- ※ 1ος αιώνας κε ⌘ Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἱατρικῆς, 5, 74, 4, 3
- ἐν δὲ τῷ αὐτῷ ὄρει εὑρίσκεται οἱονεὶ διαζώματά τινα χαλκίτεως, μίσυος, σώρεως, μελαντηρίας, κυάνου, χρυσοκόλλης, χαλκάνθου, διφρυγοῦς.
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Γαληνός, Θεραπευτική μέθοδος, 10, 927, 2
- χάλκανθος γοῦν ἐν τοῖς μάλιστα στύφει, καθάπερ γε καὶ τὸ μῖσυ καὶ σῶρυ καὶ χαλκίτης καὶ διφρυγὲς, ὅ τε κεκαυμένος χαλκὸς ἥ τε λεπὶς αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος.
- ※ 4ος αιώνας κε ⌘ Ὀρειβάσιος, Ἰατρικαὶ Συναγωγαί, 18, 2, 4
- Ἐπουλίς ἐστιν ἀπὸ φλεγμονῆς ὑπερσάρκωμα κατὰ τὸν ἐσώτατον γομφίον, ἔσθ' ὅτε μετὰ πυρετοῦ καὶ ὀδύνης· χρείαν οὖν ἔχει καταστολῆς. χρηστέον τοίνυν ἰῷ ξυστῷ, καθ' αὑτὸν ἢ μετὰ κηκῖδος, ἢ σώρει κεκαυμένῳ ἢ στυπτηρίᾳ πάσῃ ἢ λεπίδι χαλκῇ καθ' αὑτὴν ἢ μετ' ὄξους λειωθείσῃ ἐφ' ἱκανὰς ἡμέρας καὶ ξηρανθείσῃ.
- ※ 1ος αιώνας κε ⌘ Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἱατρικῆς, 5, 74, 4, 3
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σῶρυ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.