σῶρι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σῶρῐ | τὰ | σώρη - σώρεᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σώρεως | τῶν | σώρεων | ||||
δοτική | τῷ | σώρει | τοῖς | σώρεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | σῶρῐ | τὰ | σώρη - σώρεᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σῶρῐ | σώρη - σώρεᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σώρει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σωρέοιν | ||||||
Προτεινόμενη κλίση κατά το σῶρυ, με κατάληξη όπως κόμμι. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κόμμι' όπως «σῶρι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασῶρι ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του σῶρυ
- ※ 3ος αιώνας πκε Βῶλος ὁ Μενδήσιος, Δημοκρίτου Φυσικὰ καὶ Μυστικά, 2, 46, 8