Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύναψῐς αἱ συνάψεις
      γενική τῆς συνάψεως τῶν συνάψεων
      δοτική τῇ συνάψει ταῖς συνάψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύναψῐν τὰς συνάψεις
     κλητική ! σύναψῐ συνάψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνάψει
γεν-δοτ τοῖν  συναψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύναψις < συνάπτω, συναπτ- + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύν- + ἅψις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύναψις, -εως θηλυκό

  1. σημείο ένωσης
  2. σύναψη

  Πηγές επεξεργασία