σύμπαντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύμπαντο | τα | σύμπαντα |
γενική | του | σύμπαντου | των | σύμπαντων |
αιτιατική | το | σύμπαντο | τα | σύμπαντα |
κλητική | σύμπαντο | σύμπαντα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsim.ban.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐μπα‐ντο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύμπαντο ουδέτερο
- (παρωχημένο, δημοτική) μορφή του σύμπαν που πλάστηκε από δημοτικιστές για την προσαρμογή στο κλιτικό σύστημα της δημοτικής
- ※ Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακολουθάει σα σώμα. (Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική απόσπασμα@books.google)