↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύμπαντο τα σύμπαντα
      γενική του σύμπαντου των σύμπαντων
    αιτιατική το σύμπαντο τα σύμπαντα
     κλητική σύμπαντο σύμπαντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμπαντο < σύμπαν, θέμα συμπαντ- (από τη γενική «του σύμπαντος») + κατάληξη της δημοτικής -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsim.ban.do/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐μπα‐ντο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμπαντο ουδέτερο