Δείτε επίσης: συφιλιάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοφιλιάζω < συν- + φιλιάζω < φηλ(ί) + -ιάζω με ορθογραφική απλοποίηση . Το [o], με παρετυμολογία προς τη λέξη ίσος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /so.fiˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐φι‐λιά‐ζω
παρώνυμο: συφιλιάζω

σοφιλιάζω, αόρ.: σοφίλιασα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (λαϊκότροπο, προφορικό) συνδυάζω δύο ανόμοια άτομα ή πράγματα με τέλεια σύνδεση
    ※  Κάθε τόσο προσθήλιαζε ο Μανολιός το σκαλισμένο ξύλο στο πρόσωπό του, να δει αν σοφιλιάζει. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται [μυθιστόρημα])
    ※  Κι αυτός τα ξύλα τρύπησε και τα σοφίλιασε, / ταιριάζοντάς τα με ξύλινα καρφιά κι αρμούς
    Μετάφραση:Δ.Ν. Μαρωνίτης @greek-language.gr για τους στίχους 247‑248 της Οδύσσειας:
    τέτρηνεν δ᾽ ἄρα πάντα καὶ ἥρμοσεν ἀλλήλοισι, / γόμφοισιν δ᾽ ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονίῃσιν ἄρασσεν.
    ※  Όλο το Σύμπαντο το νιώθω να σοφιλιάζει απάνω μου και να με ακολουθάει σα σώμα. (Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική απόσπασμα@books.google)
     συνώνυμα: συναρμόζω, προσθηλιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία