Δείτε επίσης: σοφιλιάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συφιλιάζω < σύφιλ(η) + -ιάζω ή σύφιλ(ις) + -άζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.fiˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐φι‐λιά‐ζω
παρώνυμο: σοφιλιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

συφιλιάζω, αόρ.: συφίλιασα, παθ.φωνή: συφιλιάζομαι, μτχ.π.π.: συφιλιασμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία