συφιλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.fiˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐φι‐λιά‐ζω
- παρώνυμο: σοφιλιάζω
Ρήμα
επεξεργασίασυφιλιάζω, αόρ.: συφίλιασα, παθ.φωνή: συφιλιάζομαι, μτχ.π.π.: συφιλιασμένος
- (προφορικό) δυσανασχετώ, εκνευρίζομαι, σκάω απ' το κακό μου
- ※ Τώρα υπάρχει και αυτό το είδος ανθρώπου, κάτι είναι και αυτό, μπορεί σε κάποιους να ανάβει κόκκινο, να συφιλιάζουν, δεν ξέρω. («Ήρθε η ώρα να πούμε το δικό μας “φτάνει πια”», εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, [1])
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συφιλιάζω | συφίλιαζα | θα συφιλιάζω | να συφιλιάζω | συφιλιάζοντας | |
β' ενικ. | συφιλιάζεις | συφίλιαζες | θα συφιλιάζεις | να συφιλιάζεις | συφίλιαζε | |
γ' ενικ. | συφιλιάζει | συφίλιαζε | θα συφιλιάζει | να συφιλιάζει | ||
α' πληθ. | συφιλιάζουμε | συφιλιάζαμε | θα συφιλιάζουμε | να συφιλιάζουμε | ||
β' πληθ. | συφιλιάζετε | συφιλιάζατε | θα συφιλιάζετε | να συφιλιάζετε | συφιλιάζετε | |
γ' πληθ. | συφιλιάζουν(ε) | συφίλιαζαν συφιλιάζαν(ε) |
θα συφιλιάζουν(ε) | να συφιλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συφίλιασα | θα συφιλιάσω | να συφιλιάσω | συφιλιάσει | ||
β' ενικ. | συφίλιασες | θα συφιλιάσεις | να συφιλιάσεις | συφίλιασε | ||
γ' ενικ. | συφίλιασε | θα συφιλιάσει | να συφιλιάσει | |||
α' πληθ. | συφιλιάσαμε | θα συφιλιάσουμε | να συφιλιάσουμε | |||
β' πληθ. | συφιλιάσατε | θα συφιλιάσετε | να συφιλιάσετε | συφιλιάστε | ||
γ' πληθ. | συφίλιασαν συφιλιάσαν(ε) |
θα συφιλιάσουν(ε) | να συφιλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συφιλιάσει | είχα συφιλιάσει | θα έχω συφιλιάσει | να έχω συφιλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συφιλιάσει | είχες συφιλιάσει | θα έχεις συφιλιάσει | να έχεις συφιλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συφιλιάσει | είχε συφιλιάσει | θα έχει συφιλιάσει | να έχει συφιλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συφιλιάσει | είχαμε συφιλιάσει | θα έχουμε συφιλιάσει | να έχουμε συφιλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συφιλιάσει | είχατε συφιλιάσει | θα έχετε συφιλιάσει | να έχετε συφιλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συφιλιάσει | είχαν συφιλιάσει | θα έχουν συφιλιάσει | να έχουν συφιλιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συφιλιασμένος - είμαστε, είστε, είναι συφιλιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συφιλιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συφιλιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συφιλιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συφιλιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συφιλιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συφιλιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συφιλιάζω
|