συφιλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυφιλίζω αρσενικό
- (ιατρική, παρωχημένο) εφαρμόζω πειραματικό εμβολιασμό για τη σύφιλη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συφιλίζω | συφίλιζα | θα συφιλίζω | να συφιλίζω | συφιλίζοντας | |
β' ενικ. | συφιλίζεις | συφίλιζες | θα συφιλίζεις | να συφιλίζεις | συφίλιζε | |
γ' ενικ. | συφιλίζει | συφίλιζε | θα συφιλίζει | να συφιλίζει | ||
α' πληθ. | συφιλίζουμε | συφιλίζαμε | θα συφιλίζουμε | να συφιλίζουμε | ||
β' πληθ. | συφιλίζετε | συφιλίζατε | θα συφιλίζετε | να συφιλίζετε | συφιλίζετε | |
γ' πληθ. | συφιλίζουν(ε) | συφίλιζαν συφιλίζαν(ε) |
θα συφιλίζουν(ε) | να συφιλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συφίλισα | θα συφιλίσω | να συφιλίσω | συφιλίσει | ||
β' ενικ. | συφίλισες | θα συφιλίσεις | να συφιλίσεις | συφίλισε | ||
γ' ενικ. | συφίλισε | θα συφιλίσει | να συφιλίσει | |||
α' πληθ. | συφιλίσαμε | θα συφιλίσουμε | να συφιλίσουμε | |||
β' πληθ. | συφιλίσατε | θα συφιλίσετε | να συφιλίσετε | συφιλίστε | ||
γ' πληθ. | συφίλισαν συφιλίσαν(ε) |
θα συφιλίσουν(ε) | να συφιλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συφιλίσει | είχα συφιλίσει | θα έχω συφιλίσει | να έχω συφιλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συφιλίσει | είχες συφιλίσει | θα έχεις συφιλίσει | να έχεις συφιλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συφιλίσει | είχε συφιλίσει | θα έχει συφιλίσει | να έχει συφιλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συφιλίσει | είχαμε συφιλίσει | θα έχουμε συφιλίσει | να έχουμε συφιλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συφιλίσει | είχατε συφιλίσει | θα έχετε συφιλίσει | να έχετε συφιλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συφιλίσει | είχαν συφιλίσει | θα έχουν συφιλίσει | να έχουν συφιλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συφιλίζω
|