Ετυμολογία

επεξεργασία
φηλί < μεσαιωνική ελληνική θηλέα + υποκοριστικό με τροπή [θ] > [f] < αρχαία ελληνική θήλεια, θηλυκό του θῆλυς[1] ή με παρετυμολογική σύνδεση προς το φίλος[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φηλί ουδέτερο μόνο στη φράση: φηλί κλειδί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φηλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.