↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχημάτισμα τα σχηματίσματα
      γενική του σχηματίσματος των σχηματισμάτων
    αιτιατική το σχημάτισμα τα σχηματίσματα
     κλητική σχημάτισμα σχηματίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχημάτισμα < μεσαιωνική ελληνική σχημάτισμα[1] < αρχαία ελληνική σχηματίζω < σχῆμα < ἔχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχημάτισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σχημάτισμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)