σχημάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχημάτισμα < μεσαιωνική ελληνική σχημάτισμα[1] < αρχαία ελληνική σχηματίζω < σχῆμα < ἔχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχημάτισμα ουδέτερο
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σχηματίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχημάτισμα
|
Πηγές
επεξεργασία- σχημάτισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σχημάτισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σχημάτισμα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)