Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχετικοποίηση οι σχετικοποιήσεις
      γενική της σχετικοποίησης* των σχετικοποιήσεων
    αιτιατική τη σχετικοποίηση τις σχετικοποιήσεις
     κλητική σχετικοποίηση σχετικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχετικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχετικοποίηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχετικοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία