ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σφραγιστήριον τὰ σφραγιστήρι
      γενική τοῦ σφραγιστηρίου τῶν σφραγιστηρίων
      δοτική τῷ σφραγιστηρί τοῖς σφραγιστηρίοις
    αιτιατική τὸ σφραγιστήριον τὰ σφραγιστήρι
     κλητική ! σφραγιστήριον σφραγιστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφραγιστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  σφραγιστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφραγιστήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σφραγίζω, σφραγισ- -τήριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σφραγιστήριο με διαφορετική σημασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφραγιστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία