σφραγιστήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σφραγιστήριον | τὰ | σφραγιστήριᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σφραγιστηρίου | τῶν | σφραγιστηρίων | ||||
δοτική | τῷ | σφραγιστηρίῳ | τοῖς | σφραγιστηρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σφραγιστήριον | τὰ | σφραγιστήριᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σφραγιστήριον | σφραγιστήριᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σφραγιστηρίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σφραγιστηρίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφραγιστήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σφραγίζω, σφραγισ- -τήριον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σφραγιστήριο με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφραγιστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σφραγίς
Πηγές
επεξεργασία- σφραγιστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.