σφραγιδοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφραγιδοφύλακας < ελληνιστική κοινή σφραγιδοφύλαξ[1] [2] < αρχαία ελληνική σφραγίς + φύλαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφραγιδοφύλακας αρσενικό
- (ιστορία) αξίωμα προσώπου που έχει υπό την ευθύνη του τη φύλαξη της κρατικής ή αυτοκρατορικής σφραγίδας
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφραγιδοφύλακας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σφραγιδοφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ σφραγιδοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας