↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφούγγισμα τα σφουγγίσματα
      γενική του σφουγγίσματος των σφουγγισμάτων
    αιτιατική το σφούγγισμα τα σφουγγίσματα
     κλητική σφούγγισμα σφουγγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφούγγισμα < σφουγγίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφούγγισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία