σφακομηλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφακομηλιά | οι | σφακομηλιές |
γενική | της | σφακομηλιάς | των | σφακομηλιών |
αιτιατική | τη | σφακομηλιά | τις | σφακομηλιές |
κλητική | σφακομηλιά | σφακομηλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφακομηλιά < μεσαιωνική ελληνική φασκομηλία[1] / φασκομηλέα < ελληνιστική κοινή φάσκον / φάσκος < αρχαία ελληνική σφάκος + μῆλον
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφακομηλιά θηλυκό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο, βοτανική) άλλη μορφή του φασκομηλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφακομηλιά
|
Πηγές
επεξεργασία- σφακομηλιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- αλισφακιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φασκομηλέα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)