συφιλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυφιλισμός αρσενικό
- (ιατρική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συφιλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συφιλισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- συφιλισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)