συστολέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συστολέας < (καθαρεύουσα) συστολεύς < συστολ(ή) + -εύς > -έας
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυστολέας αρσενικό
- (τεχνολογία) όργανο με το οποίο γίνεται συστολή
Μεταφράσεις
επεξεργασία συστολέας
|