συνυπηρέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνυπηρέτηση | οι | συνυπηρετήσεις |
γενική | της | συνυπηρέτησης* | των | συνυπηρετήσεων |
αιτιατική | τη | συνυπηρέτηση | τις | συνυπηρετήσεις |
κλητική | συνυπηρέτηση | συνυπηρετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνυπηρετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνυπηρέτηση < συνυπηρετώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνυπηρέτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνυπηρετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνυπηρέτηση
|