Ετυμολογία

επεξεργασία
συνυπηρετώ < αρχαία ελληνική συνυπηρετέω / συνυπηρετῶ < σύν + ὑπηρετέω / ὑπηρετῶ < ὑπό + ἐρέτης

συνυπηρετώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία