συνυπηρετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνυπηρετώ < αρχαία ελληνική συνυπηρετέω / συνυπηρετῶ < σύν + ὑπηρετέω / ὑπηρετῶ < ὑπό + ἐρέτης
Ρήμα
επεξεργασίασυνυπηρετώ
- υπηρετώ, εργάζομαι ή είμαι στρατιώτης (κατά της διάρκεια της στρατιωτικής μου θητεία) μαζί με κάποιον άλλον
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνυπηρετώ | συνυπηρετούσα | θα συνυπηρετώ | να συνυπηρετώ | συνυπηρετώντας | |
β' ενικ. | συνυπηρετείς | συνυπηρετούσες | θα συνυπηρετείς | να συνυπηρετείς | (συνυπηρέτει) | |
γ' ενικ. | συνυπηρετεί | συνυπηρετούσε | θα συνυπηρετεί | να συνυπηρετεί | ||
α' πληθ. | συνυπηρετούμε | συνυπηρετούσαμε | θα συνυπηρετούμε | να συνυπηρετούμε | ||
β' πληθ. | συνυπηρετείτε | συνυπηρετούσατε | θα συνυπηρετείτε | να συνυπηρετείτε | συνυπηρετείτε | |
γ' πληθ. | συνυπηρετούν(ε) | συνυπηρετούσαν(ε) | θα συνυπηρετούν(ε) | να συνυπηρετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνυπηρέτησα | θα συνυπηρετήσω | να συνυπηρετήσω | συνυπηρετήσει | ||
β' ενικ. | συνυπηρέτησες | θα συνυπηρετήσεις | να συνυπηρετήσεις | συνυπηρέτησε | ||
γ' ενικ. | συνυπηρέτησε | θα συνυπηρετήσει | να συνυπηρετήσει | |||
α' πληθ. | συνυπηρετήσαμε | θα συνυπηρετήσουμε | να συνυπηρετήσουμε | |||
β' πληθ. | συνυπηρετήσατε | θα συνυπηρετήσετε | να συνυπηρετήσετε | συνυπηρετήστε | ||
γ' πληθ. | συνυπηρέτησαν συνυπηρετήσαν(ε) |
θα συνυπηρετήσουν(ε) | να συνυπηρετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνυπηρετήσει | είχα συνυπηρετήσει | θα έχω συνυπηρετήσει | να έχω συνυπηρετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνυπηρετήσει | είχες συνυπηρετήσει | θα έχεις συνυπηρετήσει | να έχεις συνυπηρετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνυπηρετήσει | είχε συνυπηρετήσει | θα έχει συνυπηρετήσει | να έχει συνυπηρετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνυπηρετήσει | είχαμε συνυπηρετήσει | θα έχουμε συνυπηρετήσει | να έχουμε συνυπηρετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνυπηρετήσει | είχατε συνυπηρετήσει | θα έχετε συνυπηρετήσει | να έχετε συνυπηρετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνυπηρετήσει | είχαν συνυπηρετήσει | θα έχουν συνυπηρετήσει | να έχουν συνυπηρετήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνυπηρετώ
|