συντεκνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συντεκνιά | οι | συντεκνιές |
γενική | της | συντεκνιάς | των | συντεκνιών |
αιτιατική | τη | συντεκνιά | τις | συντεκνιές |
κλητική | συντεκνιά | συντεκνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυντεκνιά θηλυκό
- (ιδιωματικό) το να είναι κάποιος σύντεκνος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συντεκνιά
|