συντεκνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυντεκνία θηλυκό
- (ιδιωματικό) το να είναι κάποιος σύντεκνος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συντεκνία
|
συντεκνία θηλυκό
|