συντέλεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συντέλεσῐς | αἱ | συντελέσεις | ||||
γενική | τῆς | συντελέσεως | τῶν | συντελέσεων | ||||
δοτική | τῇ | συντελέσει | ταῖς | συντελέσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συντέλεσῐν | τὰς | συντελέσεις | ||||
κλητική ὦ! | συντέλεσῐ | συντελέσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συντελέσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συντελεσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συντέλεσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συντελέ(ω) / συντελῶ + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + τέλεσις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυντέλεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- πραγματοποίηση, επίτευγμα, συντέλεση, το να έχω φέρει εις πέρας
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συντέλεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.