ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συντέλεσῐς αἱ συντελέσεις
      γενική τῆς συντελέσεως τῶν συντελέσεων
      δοτική τῇ συντελέσει ταῖς συντελέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συντέλεσῐν τὰς συντελέσεις
     κλητική ! συντέλεσῐ συντελέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συντελέσει
γεν-δοτ τοῖν  συντελεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συντέλεσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συντελέ(ω) / συντελῶ + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + τέλεσις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συντέλεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία