Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνοικολογία οι συνοικολογίες
      γενική της συνοικολογίας των συνοικολογιών
    αιτιατική τη συνοικολογία τις συνοικολογίες
     κλητική συνοικολογία συνοικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοικολογία < σύνοικ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνοικολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία