συνεορτασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεορτασμός < συνεορτάζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεορτασμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνεορτάζω, ο από κοινού εορτασμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεορτασμός
|