συνεορτάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεορτάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασυνεορτάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνεορτάζω | συνεόρταζα | θα συνεορτάζω | να συνεορτάζω | συνεορτάζοντας | |
β' ενικ. | συνεορτάζεις | συνεόρταζες | θα συνεορτάζεις | να συνεορτάζεις | συνεόρταζε | |
γ' ενικ. | συνεορτάζει | συνεόρταζε | θα συνεορτάζει | να συνεορτάζει | ||
α' πληθ. | συνεορτάζουμε | συνεορτάζαμε | θα συνεορτάζουμε | να συνεορτάζουμε | ||
β' πληθ. | συνεορτάζετε | συνεορτάζατε | θα συνεορτάζετε | να συνεορτάζετε | συνεορτάζετε | |
γ' πληθ. | συνεορτάζουν(ε) | συνεόρταζαν συνεορτάζαν(ε) |
θα συνεορτάζουν(ε) | να συνεορτάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνεόρτασα | θα συνεορτάσω | να συνεορτάσω | συνεορτάσει | ||
β' ενικ. | συνεόρτασες | θα συνεορτάσεις | να συνεορτάσεις | συνεόρτασε | ||
γ' ενικ. | συνεόρτασε | θα συνεορτάσει | να συνεορτάσει | |||
α' πληθ. | συνεορτάσαμε | θα συνεορτάσουμε | να συνεορτάσουμε | |||
β' πληθ. | συνεορτάσατε | θα συνεορτάσετε | να συνεορτάσετε | συνεορτάστε | ||
γ' πληθ. | συνεόρτασαν συνεορτάσαν(ε) |
θα συνεορτάσουν(ε) | να συνεορτάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνεορτάσει | είχα συνεορτάσει | θα έχω συνεορτάσει | να έχω συνεορτάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνεορτάσει | είχες συνεορτάσει | θα έχεις συνεορτάσει | να έχεις συνεορτάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνεορτάσει | είχε συνεορτάσει | θα έχει συνεορτάσει | να έχει συνεορτάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνεορτάσει | είχαμε συνεορτάσει | θα έχουμε συνεορτάσει | να έχουμε συνεορτάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνεορτάσει | είχατε συνεορτάσει | θα έχετε συνεορτάσει | να έχετε συνεορτάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνεορτάσει | είχαν συνεορτάσει | θα έχουν συνεορτάσει | να έχουν συνεορτάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεορτάζω
|