συνδιαφήμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδιαφήμιση | οι | συνδιαφημίσεις |
γενική | της | συνδιαφήμισης* | των | συνδιαφημίσεων |
αιτιατική | τη | συνδιαφήμιση | τις | συνδιαφημίσεις |
κλητική | συνδιαφήμιση | συνδιαφημίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιαφημίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνδιαφήμιση < συν- + διαφήμιση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική co-advertisement)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδιαφήμιση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδιαφήμιση