συνανάπτυξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνανάπτυξη | οι | συναναπτύξεις |
γενική | της | συνανάπτυξης* | των | συναναπτύξεων |
αιτιατική | τη | συνανάπτυξη | τις | συναναπτύξεις |
κλητική | συνανάπτυξη | συναναπτύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναναπτύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυνανάπτυξη θηλυκό
- (σπάνιο, λόγιο) η από κοινού ανάπτυξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνανάπτυξη