↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συμπύκνωμα τα συμπυκνώματα
      γενική του συμπυκνώματος των συμπυκνωμάτων
    αιτιατική το συμπύκνωμα τα συμπυκνώματα
     κλητική συμπύκνωμα συμπυκνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπύκνωμα < συμπυκνώ(νω) + -μα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /simˈbi.kno.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπύ‐κνω‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπύκνωμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία