↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συκόφυλλο τα συκόφυλλα
      γενική του συκόφυλλου των συκόφυλλων
    αιτιατική το συκόφυλλο τα συκόφυλλα
     κλητική συκόφυλλο συκόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
συκόφυλλο πάνω στη συκιά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συκόφυλλο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συκόφυλλον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συκόφυλλο ουδέτερο

  • φύλλο συκιάς
    ※  Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη γίνεται λόγος για εδέσματα που δεν προκαλούν το ενδιαφέρον μας. Στους «Ιππείς» μιλάει για «ξίγκι βοδινό ψημένο μέσα σε συκόφυλλα».
    Μεσδανίτη, Έρση Ε. Η εξέλιξη της διατροφής από τους αρχαίους χρόνους έως και σήμερα, μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία (MS thesis), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Τμήμα Γεωπονίας Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος και Παιδαγωγικό Τμήμα Ειδικής Αγωγής, Βόλος 2022, σελ. 33
    ※  Πολλοί χρησιμοποιούν τα ξερά σύκα για την αντιμετώπιση στοματικών παθήσεων και κρυολογημάτων, ενώ άλλοι χρησιμοποιούν τη σκόνη από αποξηραμένα συκόφυλλα για αιμοστατικό.
    Ντάνος Ευστάθιος, ΦΑΙΝΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΡΠΟΛΟΓΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΣΥΚΙΑΣ, πτυχιακή εργασία, ΤΕΙ Πελοποννήσου, Σχολή Τεχνολογίας Γεωπονίας και Τεχνολογίας Τροφίμων και Διατροφής, Τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων, Καλαμάτα 2014, σελ. 5

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συκόφυλλοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.