συγκριτολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκριτολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτός που εργάζεται κάνοντας αναλύσεις με κύριο έργο τις συγκρίσεις, κυρίως στο φιλολογικό τομέα
- Διδάσκει ως φιλόλογος και συγκριτολόγος στη Μέση Εκπαίδευση
- Πώς επιλέγει ο συγκριτολόγος τι να συγκρίνει και ποιος είναι ο σκοπός της μελέτης του;
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκριτολόγος
|