Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συγκριτολόγος οι συγκριτολόγοι
      γενική του/της συγκριτολόγου των συγκριτολόγων
    αιτιατική τον/τη συγκριτολόγο τους/τις συγκριτολόγους
     κλητική συγκριτολόγε συγκριτολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκριτολόγος < (συγκρίνω) συγ- + κριτικ(ή) + -ο- + -λόγος ετυ+}}

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκριτολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) αυτός που εργάζεται κάνοντας αναλύσεις με κύριο έργο τις συγκρίσεις, κυρίως στο φιλολογικό τομέα
    Διδάσκει ως φιλόλογος και συγκριτολόγος στη Μέση Εκπαίδευση
    Πώς επιλέγει ο συγκριτολόγος τι να συγκρίνει και ποιος είναι ο σκοπός της μελέτης του;

  Μεταφράσεις επεξεργασία