Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκεφαλαίωσῐς αἱ συγκεφαλαιώσεις
      γενική τῆς συγκεφαλαιώσεως τῶν συγκεφαλαιώσεων
      δοτική τῇ συγκεφαλαιώσει ταῖς συγκεφαλαιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συγκεφαλαίωσῐν τὰς συγκεφαλαιώσεις
     κλητική ! συγκεφαλαίωσῐ συγκεφαλαιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συγκεφαλαιώσει
γεν-δοτ τοῖν  συγκεφαλαιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεφαλαίωσις < κεφαλαιόω / κεφαλαιῶ + -σις (-ωσις). Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + κεφαλαίωσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκεφαλαίωσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία