στυπιοθλίπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στυπιοθλίπτης < στυππεῖον + θλίψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστυπιοθλίπτης αρσενικό
- υδραυλικό σωληνοειδές εξάρτημα το οποίο έχει στη μία άκρη σπείρωμα, για να προσαρμόζεται σε σωλήνα, και στην άλλη άκρη πλαστικό με σκοπό να σφηνώνει το καλώδιο το οποίο θα περνάει από μέσα του ώστε να στεγανοποιείται η σωλήνωση