↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στυπιοθλίπτης οι στυπιοθλίπτες
      γενική του στυπιοθλίπτη των στυπιοθλιπτών
    αιτιατική τον στυπιοθλίπτη τους στυπιοθλίπτες
     κλητική στυπιοθλίπτη στυπιοθλίπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στυπιοθλίπτης < στυππεῖον + θλίψη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στυπιοθλίπτης αρσενικό

  • υδραυλικό σωληνοειδές εξάρτημα το οποίο έχει στη μία άκρη σπείρωμα, για να προσαρμόζεται σε σωλήνα, και στην άλλη άκρη πλαστικό με σκοπό να σφηνώνει το καλώδιο το οποίο θα περνάει από μέσα του ώστε να στεγανοποιείται η σωλήνωση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία