στρογγύλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρογγύλωση | οι | στρογγυλώσεις |
γενική | της | στρογγύλωσης* | των | στρογγυλώσεων |
αιτιατική | τη | στρογγύλωση | τις | στρογγυλώσεις |
κλητική | στρογγύλωση | στρογγυλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρογγυλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρογγύλωση < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arrondissement
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρογγύλωση θηλυκό
- (γλωσσολογία) η άρθρωση ενός ήχου με τα χείλη στρογγυλεμένα
- (γλωσσολογία) εξέλιξη στην προφορά μιας γλώσσας κατά την οποία ένα μη στρογγυλό φωνήεν τρέπεται σε στρογγυλό, π.χ. /e/ σε /o/, ή ένα λιγότερο στρογγυλό σε περισσότερο στρογγυλό, π.χ. /o/ σε /u/, επηρεασμένο από τα παρακείμενα σύμφωνα
- η στρογγύλωση στη Νεοελληνική παρατηρείται από τον μεσαίωνα σε λέξεις όπως "κουφός", που προέρχεται από το αρχαίο "κωφός"