στρατόκαβλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατόκαβλος < στρατόκαυλος < στρατός + -ο- + καύλα + -ος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατόκαβλος αρσενικό
- άλλη γραφή του στρατόκαυλος
- «Ξέρω τι τύραννος είναι αυτός ο ξοφλημένος στρατόκαβλος που σ' έσπειρε» [1]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρατόκαβλος
|
- ↑ Greek psycho: Η απόλυτη νεοελληνική ψύχωση, Νίκος Βλαντής, Οξύ, 2004