στραγαλατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστραγαλατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που παρασκευάζει στραγάλια,· αυτός που πουλάει στραγάλια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- παλαιότερα οι στραγαλατζήδες ήταν πλανόδιοι πωλητές ξηρών καρπών, που μετέφεραν την πραμάτεια τους είτε σε μικρό καλάθι, είτε σε πρόχειρο πάγκο,
- καλούνταν περισσότερο στραγαλατζήδες αντί φιστικατζήδες από τη σειρά που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους: "στραγάλια, φιστίκια, πασατέμπο".