στραγαλατζίδικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στραγαλατζίδικο < στραγαλατζής + -ίδικο
Ουσιαστικό επεξεργασία
στραγαλατζίδικο ουδέτερο
- το κατάστημα του στραγαλατζή, εκεί όπου φτιάχνονται ή/και πωλούνται στραγάλια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις στραγάλι και αστράγαλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
στραγαλατζίδικο
|