στραβοκοίταγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στραβοκοίταγμα < στραβοκοιτάζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστραβοκοίταγμα ουδέτερο
- (οικείο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στραβοκοιτάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στραβοκοίταγμα
|