Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραβοκοιτάζω < στραβά + κοιτάζω

  Ρήμα επεξεργασία

στραβοκοιτάζω

  • κοιτάζω κάποιον με τόνο μομφής, δεν τον καλοβλέπω, δεν μου αρέσει κάτι που κάνει ή γενιά η προσωπικότητά του, τον εγκαλώ με το βλέμμα μου

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία