στοματορραγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στοματορραγία < στόματ(ος) + -ο- + -ρραγία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στοματορραγία θηλυκό
- απώλεια αίματος (αιμορραγία) από το στόμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
στοματορραγία
|
στοματορραγία θηλυκό
|