στηλιτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στηλιτικό | ||
γενική | του | στηλιτικού | ||
αιτιατική | το | στηλιτικό | ||
κλητική | στηλιτικό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στηλιτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στηλιτικός < στηλίτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστηλιτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία, πολιτική) επεισόδια (προπηλακισμοί βουλευτών κ.λπ.), λόγω συνταγματικών παραβάσεων, που συνέβησαν στην Αθήνα το 1874–1875, με πρωταγωνιστές κυβερνητικούς βουλευτές που τους αποκαλούσαν στηλίτες
Δείτε επίσης
επεξεργασία- στηλιτικά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία στηλιτικά
|
Πηγές
επεξεργασία- στηλιτικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)