στενόψυχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στενόψυχος < στενό- + -ψυχος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
στενόψυχος -η -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
στενόψυχος
|
στενόψυχος -η -ο
|